- δαντικός
- -ή, -όβλ. δάντειος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάντειος — ο (και δαντικός, ή, ό) 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ποιητή Δάντη 2. όποιος έχει συντεθεί με την τεχνοτροπία τού Δάντη («δάντειος στίχος») 3. φρ. «δαντική κόλαση», «δαντική φρίκη» για σκηνές ή περιστάσεις που θυμίζουν σκηνές από την… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek